Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ποδάρι, τό


Ερμηνεία:

 [τα ποδάρια, ων ποδαριών (το πόδι)]



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

[< (Αρχ.) ποδάριον (υποκοριστικό του πους, γεν. του ποδός. Βλ. πόδια)]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: